Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τίναξε τα

  • 1 τίναξε

    τινάσσω
    shake: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > τίναξε

  • 2 σκύταλον

    σκύταλον, τό, = σκυτάλη; – 1) Stock, Stab, Keule; des Heralles, τίναξε, Pind. Gl. 9, 30; Her. 3, 137; Ar. Eccl. 76. 78; Xen. An. 7, 4, 15. – 2) bei den Siciliern der Hals, Schol. Ar. Av. 1283.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > σκύταλον

  • 3 κώλο(ν)

    το грам, колон, часть предложения; элемент периода;

    § τίναξε τα κώλα — он протянул ноги

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κώλο(ν)

  • 4 κώλο(ν)

    το грам, колон, часть предложения; элемент периода;

    § τίναξε τα κώλα — он протянул ноги

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κώλο(ν)

  • 5 μυαλό

    τό
    1) мозг;

    μυαλά τηγανητά — кул. жареные мозги;

    2) ум, разум, рассудок;

    φωτεινό μυαλό — светлая голова;

    γερό ( — или τετραγωνικό) μυαλό — ясный ум;

    περιορισμένο μυαλό — ограниченный ум;

    του ήρθε στο μυαλό — ему пришло на ум;

    § βάζω το μυαλό μου να δουλέψει — шевелить мозгами;

    βάζω μυαλό σε κάποιον — учить уму-разуму;

    φουσκώνω τα μυαλά κάποιου — а) внушать, вбивать кому-л. в голову; — б) заставлять кого-л. терять чувство реального;

    δεν έπήξε ακόμα το μυαλό του — он ещё умственно не созрел; — у него незрелый ум;

    τίναξε τα μυαλά του στον αέρα — или κάπνισε τα μυαλά του — он пустил себе пулю в лоб;

    πήραν τα μυαλά του αέρα — он зазнался; — у него закружилась голова от успехов;

    αυτή τού πήρε το μυαλό — она ему вскружила голову, она его свела с ума;

    δεν το βγάζω απ' το μυαλό μου — не могу выкинуть из головы;

    βάλ' το καλά στο μυαλό σου — заруби себе на носу;

    πού το είχες το μυαλό σου; — а где у тебя голова была?;

    βάζω μυαλό — браться за ум;

    έχει θηλυκό μυαλό — или τό μυαλό του γεννάει — у него голова хорошо варит;

    άλλο 'έχει στο μυαλό του — у него другое на уме;

    όσα μυαλά τόσες γνώμες — погов, сколько голов, столько умов

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μυαλό

  • 6 τινάζω

    τινάσσ||ω (αόρ. (ε)τίναξα) μετ.
    1) трясти, встряхивать; 2) вытряхивать, выбивать (ковёр и т. п.); 3) отряхивать, стряхивать (снег и т. п., тж. перен.); 4) бросать, метать; кидать; выбрасывать;

    τινάζω ψηλά — взметать, взрывать (снег, песок и т. п.);

    § τα τίναξε он испустил дух;

    τινάζω τα μυαλά μου (στον αέρα) — пускать себе пулю в лоб;

    αυτός είναι να τινάζεις τον γιακά σου — он очень скверный человек;

    τινάζω στον αέρα — взорвать, поднять на воздух;

    τινάζομαι

    1) — стряхивать с себя;

    2) подскакивать, вскакивать (с места);
    3) трястись (в экипаже); 4) быть выброшенным;

    τινάζομαι ψηλά — взметнуться (о пыли, снеге и т. п.);

    § τινάζομαι στον αέρα — взрываться, взлетать на воздух

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τινάζω

  • 7 τσερβέλλο

    το мозг;

    του τίναξε το τσερβέλλο — он ему голову разбил;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τσερβέλλο

  • 8 ἄν

    ἄν
    a c. opt.

    ἀποίητον οὐδ' ἂν χρόνος δύναιτο θέμεν O. 2.16

    λάθα δὲ πότμῳ σὺν εὐδαίμονι γένοιτ' ἄν O. 2.18

    τίς ἂν φράσαι δύναιτο; O. 2.100

    κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα O. 8.62

    [v. l. διαλλάξαιντ' ἄν ( διαλλάξαιντο codd. cett.) O. 11.20]

    τά τ' ἐσσόμενα τότ ἂν φαίην σαφές O. 13.103

    ὡς μὰν σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν O. 13.46

    φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις Παρθ. 1. 11.
    b c. ind. aor.

    ἐπεὶ ἀντίον πῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν O. 9.30

    παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου κάλλιον ἂν δηριώντων ἐνόστησ ἀντιπάλων N. 11.26

    c dub.
    I c. ind. fut. [ μαθὼν δέ τις ἂν ἐρεῖ (codd., quorum lectionem recepit Snell, conferens Schwyz-Debr. 2. 351. 2.: ἀνερεῖ Gildersleeve, cf. infra 3.) N. 7.68]
    II μέλανος ἂν ( δ' ἂν codd.: δ del. Er. Schmid: ἂν om. codex unus: μέλανα δ coni. Hermann: μέλανος ὅγ Bowra.) ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτουλτ;στείχοι> (coni. Wil.: ἐν codd.: θανάτοἰ ἔσχε Shackle: θάνατόν γ' ἔσχε Boeckh: ἄν vel ἀν edd.) P. 11.56 Χρομίῳ κεν ὑπασπίζων ἔκρινας ἂν κίνδυνον (sic Σ: alii post ἔκρινας distinxerunt, ἄν = ἀνὰ interpretati.) N. 9.35
    2 in subord. clause. (cf. ὅταν, ὁπόταν.)
    a c. subj.,
    I temporal

    οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας, τόκα μὲν φωνὰν ἀκούειν, εὖτ' ἂν δὲ Ἡρακλέης πατρὶ ἑορτὰν κτίσῃ, τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.67

    ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται σάος, πολὺς εὖτ' ἂν ἐπιβρίσαις ἕπηται P. 3.106

    εὖτ' ἂν μόλῃ P. 4.76

    τάκομαι, εὖτ' ἂν ἴδω fr. 123. 11.
    II relative

    ἀμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.100

    δίδωσί τε Μοῖσαν οἶς ἂν ἐθέλῃ P. 5.65

    εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς ἂν τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23

    [ τὰ δ' αὐτὸς ἄν τις τύχῃ (codd. contra metr.: ἀντιτύχῃ Mingarelli) N. 4.91]
    b c. opt., in relative clause.

    εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις P. 9.119

    in object clause.

    ἔντειλεν φυλάξασθαι χρέος παισὶν φίλοις, ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν O. 7.42

    3 dub., due to false division of words. cf. N. 7.68, I. 8.47 [ περ ἂν codd.: πέραν corr. Hermann N. 7.75 ἂν ἔχοι codd.: ἀνέχοι corr. Thiersch N. 7.89 ἂν ἀξίαις codd.: ἀναξίαις corr. Alberti N. 8.10]
    4 frag. ]οὐκ ἂν παρ[ Θρ. 2. 3.

    Lexicon to Pindar > ἄν

  • 9 ἁνίκα

    ᾱνῐκα c. ind.,
    1 at that time when

    βρέχε θεῶν βασιλεὺς χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν, ἁνίχ' Ἀθαναία κορυφὰν κατ ἄκραν ἀνορούσαισ ἀλάλαξεν O. 7.35

    σκύταλον τίναξε χερσίν, ἁνίκ' ἤρειδε Ποσειδάν O. 9.31

    τλάμονι ψυχᾷ παρέμειν, ἁνίχ' εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν P. 1.48

    ἁνίκ' ἐπέτοσσεP. 4.24 ἦρα χαλκοκρότου πάρεδρον Δαμάτερος ἁνίκ' εὐρυχαίταν ἄντειλας Διόνυσον; (sc. θυμὸν τεὸν εὔφρανας) I. 7.4 ἁ]νίκα Δαρδανίδαις Ἑκάβ[ Πα. 8A. 17.

    λέγοντι Ζῆνα φυλάξαι προνοίᾳ, ἁνίκ' ἀγανόφρων Κοίου θυγάτηρ λύετο τερπνᾶς ὠδῖνος Pae. 12.12

    ]τε καὶ ἁνίκα ναυλοχοι[ ]ήλασαν ἐννύχιον κρυφα[ Pae. 18.9

    ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν κέντρον, ἁνίκ ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι στηθέων ἔξω sc. after dinner at wine fr. 124. 5.

    Lexicon to Pindar > ἁνίκα

  • 10 ἀντίος

    1 adj., opposite, to face
    a abs. ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε pr. Pae. 20.10
    2 pro subs., rival

    μακρὰ δὲ ῥίψαις ἀμεύσασθ' ἀντίους P. 1.45

    Lexicon to Pindar > ἀντίος

  • 11 ἐπεί

    ἐπεί conj.
    a temporal, c. aor. ind., after, when

    τοῦ ἐράσσατο Ποσειδάν, ἐπεί νιν καθαροῦ λέβητος ἔξελε Κλωθώ O. 1.26

    Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ, ἐπεὶ Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε, μάτηρ O. 2.79

    φθέγξατ' ἐπεὶ κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14

    βασιλεὺς δ, ἐπεὶ πετράεσσας ἐλαύνων ἵκετ' ἐκ Πυθῶνος, ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα O. 6.47

    τερπνᾶς δ' ἐπεὶ λάβεν καρπὸν Ἥβας, ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν O. 6.57

    δράκοντες, ἐπεὶ κτίσθη νέον, οἱ δύο μὲν κάπετον O. 8.37

    ἐκτίσσατο, ἐπεὶ Ποσειδάνιον πέφνε Κτέατον O. 10.26

    ἀλλ' ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν,

    σέλας δ' ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου, τότ ἔειπεν P. 3.38

    τοί μ' ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φέγγος, κρύβδα πέμπον” i. e. as soon as P. 4.111

    ἐπεὶ κατέβα ναυτᾶν ἄωτος, λέξατο P. 4.188

    ἐπεὶ δ' ἐμβόλου κρέμασαν ἀγκύρας ὕπερθεν, ἐκάλει P. 4.191

    κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι λεόντες περὶ δείματι φύγον, γλῶσσαν ἐπεί σφιν ἀπένεικεν ὑπερποντίαν P. 5.59

    μόλον, καπνωθεῖσαν πάτραν ἐπεὶ ἴδον P. 5.84

    τόν, Εὐρυσθῆος ἐπεὶ κεφαλὰν ἔπραθε φασγάνου ἀκμᾷ, κρύψαν P. 9.80

    ἔνθ' Ἀλεξίδαμος, ἐπεὶ φύγε λαιψηρὸν δρόμον, παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν P. 9.121

    μάντιν τ' ὄλεσσε κόραν, ἐπεὶ ἔλυσε δόμους ἁβρότατος P. 11.33

    ἀλλ' ἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο, παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος P. 12.18

    ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς, ἑπεὶ μόλεν, ὡς κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα N. 1.35

    Πριάμου πόλιν Νεοπτόλεμος ἐπεὶ πράθεν N. 7.35

    ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν, ἐπεὶ ἐν χαλκέοις ὅπλοις Τηλεβόας ἔναρεν N. 10.14

    ἐπεὶ δ' ἄλκιμον νέκυν ἐν τάφῳ πολυστόνῳ θέντο Πηλείδαν, ἦλθον ἄγγελοι Pae. 6.98

    ἀνδροδάμαντα δ ἐπεὶ Φῆρες δάεν ῥιπὰν μελιαδέος οἴνου, ἐσσυμένως ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 1.
    b causal, =

    γάρ. Μοῖσα δ' οὕτω ποι παρέστα μοι. ἐπεὶ στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο θεόδματον χρέος O. 3.6

    ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται, στεφάνους ἐν Ὀλυμπίᾳ ἐπεὶ δέξαντο O. 6.27

    ἀλλά νιν οὐκ εἴασεν. ἐπεὶ εἶπε O. 7.61

    ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ. ἐπεὶ νεφέλᾳ παρελέξατο P. 2.36

    πέμψεν κασιγνήταν ἐς Λακέρειαν, ἐπεὶ παρὰ Βοιβιάδος κρημνοῖσιν ᾤκει παρθένος P. 3.34

    ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων, ἃν περὶ ψυχὰν ἐπεὶ γάθησεν P. 4.122

    τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον. ἐπεὶ θαητὸν εἶδος ἔπλετο P. 9.108

    ἐπεὶ ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικεν N. 4.31

    ὑπέρτατος Ἁγησιμάχοἰ ὑέων γένετο. ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον

    ἀρετᾶς ἦλθον N. 6.23

    ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν. ἐπεί σφιν Αἰακίδαι ἔπορον ἔξοχον αἶσαν N. 6.46

    διὰ τὸν ἁδυεπῆ Ὅμηρον. ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι N. 7.22

    (by entertaining the Dioskouroi they have become great athletes)

    ἐπεὶ εὐρυχόρου ταμίαι Σπάρτας ἀγώνων μοῖραν διέποντι N. 10.51

    πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῖον. ἐπεὶ τοῦτον εἵλετ' αἰῶνα N. 10.57

    χορεύων τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ. ἐπεὶ στεφάνους ἓξ ὤπασεν Καδμοῦ στρατῷ ἐξ ἀέθλων I. 1.10

    μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις. ἐπεὶ κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ἀντὶ μόχθων ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.45

    ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν πραπίδες, ἐπεὶ θεσφάτων ἐπάκουσαν I. 8.31

    Δωρίων ἔλαχεν σελίνων. ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε I. 8.64

    ἔσχον Δᾶλον, ἐπεί σφιν Ἀπόλλων δῶκεν Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν Pae. 5.40

    ἐπεὶ αυ[ Πα. 7B. 13. πατρῶἰ ἐπεί[ Θρ. 4. 12. following impv.: “κράτει δὲ πέλασον. ἐπεὶ τρεῖς τε καὶ δέκ' ἄνδρας ὀλέσαιςO. 1.79

    δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν. ἐπεὶ ὕβριος ἐχθρὰν ὁδὸν εὐθυπορεῖ O. 7.90

    ἀπό μοι λόγον τοῦτον, στόμα, ῥῖψον. ἐπεὶ τό γε λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σοφία O. 9.37

    κλῦτ, ἐπεὶ εὔχομαι O. 14.5

    μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν μηδὲ τούσδ ὕμνους. ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.45

    Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον, ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν I. 8.67

    following a wish:

    θεὸς εὔφρων εἴη λοιπαῖς εὐχαῖς. ἐπεί νιν αἰνέω O. 4.14

    ἐν τίν κ' ἐθέλοι εὐτυχῶς ναίειν. ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς N. 7.93

    introducing parenthesis:

    ἐπεὶ πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα ἔπακτον στυγερώτατος O. 10.88

    introducing example: τεκμαίρομαι ἔργοισιν Ἡρακλέος. ἐπεὶ Γηρυόνα βόας ἔλασεν fr. 169. 6. introducing question: ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; O. 2.98 ἐπεὶ ἀντίον πῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν; O. 9.29 ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον; P. 7.5
    c fragg. ]

    διὰ θυρᾶν ἐπειδ[ Pae. 20.7

    ]ἐπεὶ πάντα[ ?fr. 334a. 11.

    Lexicon to Pindar > ἐπεί

  • 12 Ἡρακλέης

    Ἡρακλέης (-έης, -έος, -έος, -εῖ, -ῆι, -έα, -εες.)
    a personalia. son of Zeus, τῷ ( Ἀμφιτρύωνι)

    ὄψιν ἐειδόμενος ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν σπέρμ' ἀδείμαντον φέρων Ἡρακλέος N. 10.17

    , cf. O. 10.44, P. 9.84, I. 7.7

    ἥρως θεός N. 3.22

    ἀνήρ I. 4.53

    son of Alkmena,

    σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ P. 11.3

    descendant of Alkaios,

    Ἡρακλέης, σεμνὸν θάλος Ἀλκαιδᾶν O. 6.68

    , cf. Probus ad Virg., Ecl. 7. 61, initio Alcidem nominatum post Herculem — ab Hera —, quod eius imperiis opinionem famamque virtutis sit consecutus fr. 291. married to Hebe in Olympos N. 10.18 v. also Ἀλκμήνα, Ἀμφιτρυωνιάδας, Ἥβα.
    b as family hero. progenitor of the Eratidai through his son Tlepolemos,

    Ἡρακλέος εὐρυσθενεῖ γέννᾳ O. 7.22

    progenitor of the Herakleidai,

    ὀλβία Λακεδαίμων, μάκαιρα Θεσσαλία. πατρὸς δ ἀμφοτέραις ἐξ ἑνὸς ἀριστομάχου γένος Ἡρακλέος βασιλεύει P. 10.3

    Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ ἔνασσεν (sc. Ἀπόλλων)

    ἀλκάεντας Ἡρακλέος ἑκγόνους Αἰγιμιοῦ τε P. 5.71

    c patron and founder. founder of the Olympiad

    Ὀλυμπιάδα δ' ἔστασεν Ἡρακλέης ἀκρόθινα πολέμου O. 2.3

    κραίνων ἐφετμὰς Ἡρακλέος προτέρας ἀτρεκὴς Ἑλλανοδίκας Αἰτωλὸς ἀνήρ O. 3.11

    θρασυμάχανος Ἡρακλέης πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ πλειστόμβροτον τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων O. 6.68

    ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν N. 10.33

    πενταετηρίδ' ἑορτὰν Ἡρακλέος τέθμιον κωμάσαις N. 11.27

    cf. O. 10.22ff. patron of Thebes,

    Ἡρακλέος ὀλβίαν πρὸς αὐλάν N. 4.24

    , cf. fr. 29. 4. patron of games, ἀγώνων μοῖραν Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ διέποντι θάλειαν (sc. Διόσκουροι) N. 10.53 connected with Tiryns O. 10.31, I. 6.28
    d his adventures and fame. fights Poseidon, Apollo, Hades,

    Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν O. 9.30

    kills Kteatos and Eurytos O. 10.27ff. kills Moliones and destroys the city of Augeas,

    δάμασε καὶ κείνους Ἡρακλέης O. 10.30

    is defeated by Kyknos, τράπε

    δὲ Κύκνεια μάχα καὶ ὑπέρβιον Ἡρακλέα O. 10.16

    Hera attempts to kill him,

    ἐγὼ δ' Ἡρακλέος ἀντέχομαι προφρόνως N. 1.33

    ff., cf. Πα. 20. friend and companion of the Aiakidai, τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων πράθον, ἑσπόμενοι Ἡρακλῆι πρότερον, καὶ σὺν Ἀτρείδαις (Tricl.: Ἡρακλεῖ codd.) I. 5.37, cf. I. 6.27—31, fr. 172, N. 4.25ff. Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ (sc. Αἰακόν) N. 7.86 πέφνεν δὲ σὺν κείνῳ (= Τελαμῶνι)

    Μερόπων ἔθνεα καὶ τὸν βουβόταν Ἀλκυονῆ, σφετέρας δ' οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης I. 6.35

    cf. N. 4.26—7, test. fr. 33a. fights Geryon and Diomedes at behest of Eurystheus O. 3.28, fr. 81. τεκμαίρομαι ἔργοισιν Ἡρακλέος fr. 169. 5. his journey to the west,

    κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτάς N. 3.21

    Ἡρακλέος σταλᾶν O. 3.44

    v. test. fr. 256, I. 4.12 his general fame,

    κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει P. 9.87

    τὸ πάντολμον σθένος Ἡρακλέος ὑμνήσομεν fr. 29. 4. for accounts of his exploits v. O. 10.24ff., N. 1.61ff., N. 3.22ff., I. 6.27ff.
    e test. Quint., Inst., 8. 6. 71, Hercules impetum adversus Meropas qui in insula Coo dicuntur habitasse non igni nec ventis nec mari sed fulmini similem fuisse fr. 33a Snell, = fr. 50 Schr. Strabo, 2. 91. 7, ὥς φησιν ἐν τοῖς ὕμνοις Πίνδαρος οἱ μεθ' Ἡρακλέους ἐκ Τροίας πλέοντες διὰ παρθένιον Ἕλλας πορθμόν, ἐπεὶ τῷ Μυρτῴῳ συνῆψαν, ἐς Κῶν ἐπαλινδρόμησαν Ζεφύρου ἀντιπνεύσαντος fr. 33a Snell, = fr. 51 Schr. Corp. Paroem. Gr., Supp. 1, p. 61 Ἡράκλειος ψώρα· ἐπὶ τῶν Ἡρακλείων λουτρῶν δεομένων καὶ θεραπείας. Ἀθηνᾶ γὰρ τῷ Ἡρακλεῖ πολλαχοῦ ἀνῆκε θερμὰ λουτάρια καὶ ἀνάπαυλαν τῶν πόνων ὡς μαρτυρεῖ καὶ Πίνδαρος ἐν Ὕμνοις fr. 51e. Σ Hom. Φ 1, Ἡρακλῆς εἰς Ἅιδου κατελθὼν ἐπὶ τὸν Κέρβερον κ. τ. ἑ. fr. 294a, cf. titulum Δ. 2. Philostr., Imag. 2. 24, Ἡρακλῆς εἰς τὴν τοῦ Κορωνοῦ στέγην ἀφικόμενος σιτεῖται βοῦν ὅλον fr. 168a. Strabo, 3. 5. 5, εἰς πύλας Γαδειρίδας ὑστάτας ἀφῖχθαι τὸν Ἡρακλέα (verba εἰς πύλας Γαδειρίδας Pindaro tribuuntur) fr. 256.
    f frag. ] Ἡρακλέης fr. 140a. 51 (26). ] Ἡρακλέος εξα[ fr. 169. 42.

    Lexicon to Pindar > Ἡρακλέης

  • 13 Πύλος

    Πῠλος city of Messenia (P. 6.35) founded by Neleus. ἐπεὶ ἀντίον τῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν, ἁνίκ' ἀμφὶ Πύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν; O. 9.31 δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες, Ἐννοσίδα γένος, αἰδεσθέντες ἀλκάν, ἔκ τε Πύλου καὶ ἀπ ἄκρας Ταινάρου (sc. ἦλθον: i. e. Periklymenos and Euphamos: Νηλέως γὰρ ὁ Περικλύμενος, ὁ δὲ Νηλεὺς Ποσειδῶνος υἱός Σ.) P. 4.174 μαντήιον· τῷ Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ ἔνασσεν ἀλκάεντας Ἡρακλέος ἐκγόνους Αἰγιμιοῦ τε (sc. Ἀπόλλων: ἀπὸ τῆς Πύλου τὴν Μεσσήνην σημαίνει. τριμερὴς δὲ ἡ τῶν Ἡρακλειδῶν διαίρεσις· οἱ μὲν γὰρ Ἀριστοδήμου παῖδες ἔσχον τὴν Λακωνικήν, ὁ δὲ Τήμενος τὸ Ἄργος, ὁ δὲ Κρεσφόντης τὴν Μεσσήνην Σ.) P. 5.70

    Lexicon to Pindar > Πύλος

  • 14 πῶς

    1 how
    b introducing indir. quest.

    αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον, πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον N. 5.15

    Lexicon to Pindar > πῶς

  • 15 σκύταλον

    1 club

    ἀντίον πῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν O. 9.30

    Lexicon to Pindar > σκύταλον

  • 16 τινάσσω

    1 brandish ἀντίον πῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν; O. 9.30

    ἐν χερὶ δ' Ἀμφιτρύων κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων φάσγανον ἵκετ N. 1.52

    Lexicon to Pindar > τινάσσω

  • 17 τριόδων

    τρῐόδων (-όδοντος, -όδοντι.)
    1 trident, the weapon of Poseidon. ἀντίον πῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν; (i. e. πρὸς τὸν Ποσειδῶνα προιστάμενον Πυλίων Σ.) O. 9.30 ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ τριόδοντός τ' ἀμαιμακέτου (Tricl.: τριόδοντας cod.) I. 8.35

    χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.43

    Lexicon to Pindar > τριόδων

  • 18 χείρ

    χείρ (χερός, χερί, χέρα, χερσίν), χέρας; χειρός, χειρί, χεῖρα), χεῖρες, -ῶν, -εσσιν), - ας; dual. χεροῖν.)
    1 hand
    a in carrying, seizing, simm.

    ὅρμοισι χέρας ἀναπλέκοντι O. 2.74

    φιάλαν ὡς εἴ τις ἀφνειᾶς ἀπὸ χειρὸς ἑλὼν O. 7.1

    σκύταλον τίναξε χερσίν O. 9.30

    ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαις ὑπὲρ ἁπάντων O. 10.72

    οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.95

    χερὶ διδύμᾳ P. 2.9

    χερσὶ δ' ἄρα Κρονίων ῥίψαις P. 3.57

    χρυσέαν χείρεσσι λαβὼν φιάλαν P. 4.193

    θεοδμάτων ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ P. 9.11

    δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας N. 1.45

    ἐν χερὶ δ' Ἀμφιτρύων κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων φάσγανον ἵκετ N. 1.52

    χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων N. 3.44

    ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3

    χειρὸς ἕλκων ὀπίσσω N. 11.32

    ἁνία τ' ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ I. 1.15

    οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς I. 1.24

    σφετέρας δ' οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης I. 6.34

    βέλος διώξει χερὶ I. 8.35

    ]

    χειρὶ μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν Pae. 20.11

    χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2.. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3.
    b of physical combat, contests of strength, simm. “οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσονO. 4.25

    φράσαι χειρῶν ἄωτον Βλεψιάδαις ἐπίνικον O. 8.75

    τίς δὴ ποταίνιον ἔλαχε στέφανον χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.62

    τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ O. 10.100

    χερσὶ βιαταὶ P. 1.42

    χείρεσσιν ἢ βουλαῖς P. 4.72

    ὃς ἂν χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23

    εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται N. 5.19

    χεῖρας ἱμάντι δεθεὶς N. 6.35

    Μελησίαν χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον N. 6.66

    ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος (τουτέστι ἀνδρείᾳ καὶ φρονήσει Σ.) N. 8.8

    χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.39

    σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει N. 10.48

    ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.66

    οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός I. 2.21

    ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.9

    αἰνέω καὶ Πυθέαν χερσὶ δεξιόν, νόῳ ἀντίπαλον I. 5.61

    υἱὸν χεῖρας Ἄρεί λτ;τγτ; ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ' ἀκμὰν ποδῶν (Hermann: ἄρει χεῖρας codd.) I. 8.37

    ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων I. 8.65

    c of violence ἄλλον ὕπερθε βάλλων, ἄλλον δ' ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει (sic codd.: post χειρῶν distinxit Bergk) P. 8.77 τὸν δὴ Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος (Er. Schmid: χερῶν codd.) P. 11.18

    ἐγχεσφόροις ἐπιμείξαις Αἰθιόπεσσι χεῖρας N. 3.62

    λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς N. 4.55

    κείνων λυθέντες σαῖς ὑπὸ χερσίν, ἄναξ fr. 35. χ]εῖρας ἀραιάς (supp. Bowra) Πα. 13. b. 4.
    d of swearing, praying, salutation

    χεῖρας ἀντεῖναι O. 7.65

    φίλας ὤρεγον χεῖρας P. 4.240

    , cf. P. 4.37, P. 9.122

    πίτναν τ' ἐς αἰθέρα χεῖρας ἁμᾶ N. 5.11

    ὁ δ' ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους I. 6.41

    e of labour, work

    οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ O. 2.63

    ἀριστοπόνοις χερσὶ κρατεῖν O. 7.51

    ἀμφὶ τεαῖς, ἥρως, χερὸς ἐργασίαιςO. 8.42

    ἀγαναῖσιν ἐν χερσὶ ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους P. 2.8

    f of love, friendship, tenderness “ χειρί οἱ χεῖρ' ἀντερείσαιςP. 4.37

    μαλακὰν χέρα προσβάλλοντα P. 4.271

    ὁσία κλυτὰν χέρα οἱ προσενεγκεῖνP. 9.36

    παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν P. 9.122

    cf. P. 4.240, N. 11.32
    g of direction

    σχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρὸς P. 6.19

    ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς, ἀμφοτέρας ἰὼν χειρός N. 7.94

    δεξιὰν κατὰ χεῖρα πατρός fr. 146. 2.
    h of giving

    φίλοις ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν πραπίσιν ἀφθονέστερόν τε χέρα O. 2.94

    χρυσὸς ἐν χερσὶν φανεὶς P. 3.55

    i of admonition

    ὀρθᾷ χερὶ ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον O. 10.4

    Νόμος ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί fr. 169. 4.
    j fragg. χερὶ fr. 33a.

    πρὸς ὄμμα βαλὼν χερὶ Pae. 15.6

    χεῖρ' Ἀκιδαλίας fr. 244. χειρὸς ἀκμᾷ fr. 334b. 9. χερί τε κρ[ P. Oxy. 2450, fr. 7.

    Lexicon to Pindar > χείρ

  • 19 всадишь

    всажу, всадишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. всаженный, βρ: -жен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. μπήγω, χώνω, εμφυτεύω•

    всадишь нож в спину μπήγω το μαχαίρι στη ράχη•

    он -ил пулю в лоб του φύτεψε τη σφαίρα στο κεφάλι, του τίναξε τα μυαλά στον αέρα.

    2. καταξοδεύω, κατασπαταλώ.
    μπήγομαι, χώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > всадишь

  • 20 отдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, дадут, παρλθ. - χρ. отдал
    -ла, -ло η προστκ. отдай, μτχ. παρλθ. χρ. отдавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отданный, -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποδίδω, επαναδίδω, δίνω πίσω, επιστρέφω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    отдать книги в библиотеку επιστρέφω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    отдать долг δίνω το χρέος.

    2. παραδίνω, εγχειρίζω. || παραχωρώ. || μτφ. ξοδεύω, δαπανώ καταναλώνω: αφιερώνω•

    отдать делу все свой силы δίνω για την υπόθεση όλες τις δυνάμεις μου.

    || θυσιάζω, δίνω για χάρη. || παραδίνω•

    отдать город неприятелю παραδίνω την πόλη στον εχθρό.

    || όίνω, παραδίνω•

    отдать туфли на ремонт δίνω τα παπούτσια για επιδιόρθωση•

    отдать платье на чистку όίνω το φόρεμα για καθάρισμα.

    || βάζω, στέλλω, παραδίνω•

    отдать ребнка на воспитание παραδίνω το παιδάκι για διαπαιδαγώγηση•

    сына в школу βάζω (στέλλω) το γιο στο σχολείο.

    || παντρεύω•

    в двадцать лет е -ли замуж στα είκοσι χρόνια την πάντρεψαν.

    || παραπέμπω•

    отдать в суд παραδίνω στο δικαστήριο.

    3. πουλώ•

    я -ал вещь за пятьдесять рублей πούλησα το πράγμα για πενήντα ρούβλια.

    || πληρώνω•

    за костюм он -ал сто рублей για το κοστούμι αυτός πλήρωσε εκατό ρούβλια.

    4. (με μερικά ρ. ενεργ. φ. αποδίδεται με ρ. παίρνοντας τη σημ. του ουσ.): отдать приказ (приказание) διατάζω•

    отдать под заклад ενεχυριάζω (βάζω ως ενέχυρο)•

    отдать внам ενοικιάζω•

    отдать визит επισκέπτομαι•

    отдать якорь αγκυροβολώ•

    отдать поклон υποκλίνομαι.

    5. τινάζω, κλωτσώ (αποτην εκπυρσοκρότηση)•

    ружьё -ло в плечо το όπλο με τίναξε στον ώμο.

    || προκαλώ πόνο•

    -ло в спину μου προκάλεσε πόνο στη ράχη.

    6. αμολάρω, ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω•

    отдать повод αμολάρω τα χαληνά (χαλαρώνω τα ηνία).

    || στρέφω, γυρίζω (στο πλευρό).
    7. αμ. αναμερίζω, κάνω•

    -ай назад κάνε πίσω.

    εκφρ.
    отдать руку дочери – δίνω το χέρι της κόρης (την παντρεύω).
    1. παραδίδομαι•

    он -лся в их распоряжение αυτός παραδόθηκε στη διάθεσήτους•

    неприятель -лся победителю ο εχθρός παραδόθηκε στο νικητή.

    2. αφοσιώνομαι, επιδίδομαι, προσηλώνομαι, εγκύπτω, απορροφούμαι.
    3. (για γυναίκα)• παραδίδομαι, υποκύπτω•

    она -лась ему αυτή παραδόθηκε σ αυτόν.

    4. (για ήχο) αντηχώ, αντιλαλώ. || βρίσκω απήχηση, προξενώ αίσθημα συμπάθειας, λύπης κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > отдать

См. также в других словарях:

  • τίναξε — τινάσσω shake aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ …   Dictionary of Greek

  • τσερβέλο — το, Ν 1. νους, μυαλό 2. κρίση, ευθυκρισία 3. φρ. α) «τού σήκωσε το τσερβέλο» τόν παρέσυρε β) «δεν κόβει το τσερβέλο του» δεν είναι έξυπνος γ) «τού τίναξε το τσερβέλο» τού τίναξε τα μυαλά στον αέρα, τόν σκότωσε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cervello] …   Dictionary of Greek

  • καράς — (I) ο 1. μαύρο άλογο 2. φρ. «αυτά είπε ο καράς και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς» λαϊκή κωμική έκφραση που απαγγέλλεται με στόμφο για να διακωμωδήσει άνθρωπο μεγαλοπράγμονα που υπόσχεται πολλά και μεγαλεπήβολα, αλλά δεν προφθάνει να τά… …   Dictionary of Greek

  • σκύταλον — τὸ, Α ρόπαλο, σκυτάλη, μαγκούρα («ἐπεὶ ἀντίον πῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σκυτάλη, κατά τα ουδ.] …   Dictionary of Greek

  • ιδιωτισμός — ο έκφραση σε μια γλώσσα με ειδική σημασία, π.χ. «τα τίναξε» (πέθανε) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καράς — ο (λ. τουρκ.), μαύρο άλογο: Ταύτα είπε ο καράς και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς (ειδική φράση με κωμικό τόνο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυαλό — το 1. ο εγκέφαλος. 2. ο μυελός. 3. φρ., «Τίναξε τα μυαλά του στον αέρα», αυτοκτόνησε· «Έχει τετράγωνο μυαλό», έχει ορθή κρίση· «Πήραν τα μυαλά του αέρα», υπερεκτιμά τις ικανότητές του, επιθυμεί τα αδύνατα· «Μου πήρες τα μυαλά», με έκανες να σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκάζω — και σκάνω και σκάω έσκασα, σκασμένος 1. μτβ., προκαλώ ρήγμα: Του έσκασαν το μπαλόνι και κλαίει. 2. μτφ., στενοχωρώ πολύ κάποιον: Τον έσκασε αυτό το παιδί με το πείσμα του. 3. αμτβ., παθαίνω ρήγμα: Έσκασαν οι τοίχοι από το σεισμό. – Έσκασαν τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τινάζω — τίναξα, τινάχτηκα, τιναγμένος 1. σείω, κλονίζω, τραντάζω: Τινάζω το δέντρο να πέσει καρπός. 2. αποδιώχνω: Τινάζω το χιόνι από το γιακά. 3. χτυπώ κάτι για να φύγει η σκόνη ή ό,τι άλλο υπάρχει: Τινάζω το χαλί και το τραπεζομάντιλο. 4. εκσφενδονίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»